ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ

Από το χθες στο σήμερα

ΑΧΑΡΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΛΗ

Οι Αχαρνές εκτείνονται βόρεια των Αθηνών και νότια της Πάρνηθας και απέχουν περίπου έντεκα χιλιόμετρα από αυτήν. Η κατοίκηση τους από την αρχαιότητα έως σήμερα είναι διαχρονική και αδιάλειπτη όπως συμπεραίνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα και τις φιλολογικές πηγές που μαρτυρούν τη σπουδαιότητα της περιοχής.

Σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα ανασκαφικά ευρήματα, τα όρια του δήμου τοποθετούνται προς τα Β-ΒΑ στην Πάρνηθα, τη Βαρυμπόμπη και τους Θρακομακεδόνες,  προς τα ΒΔ στα Ανω Λιόσια, τη Ζοφριά και το Καματερό, προς τα Νότια στον Πύργο Βασιλίσσης και τους Αγίους Αναργύρους και προς τα Α-ΝΑ στην περιοχή Μονομάτι και τον Κηφισό ποταμό. Η ταύτιση της θέσης τους έγινε με βάση τις επιγραφικές και φιλολογικές πηγές.

Αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορικής πορείας των Αχαρνών είναι ο πλούτος των ευρημάτων από τις σωστικές ως επί το πλείστον ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή μας από τη Β΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατά την εκσκαφή θεμελίων οικοδομών ή κατά τις ανασκαφές που προηγούνται μεγάλων έργων όπως η κατασκευή του Σ.Κ.Α. της Αττικής Οδού, του Ολυμπιακού Χωριού ή τα έργα κοινωνικής ωφέλειας από τον Δήμο.

Στα σημαντικά μνημεία συγκαταλέγονται ο Μυκηναϊκός Θολωτός Τάφος, στον Κόκκινο Μύλο το Αρχαίο Θέατρο στο κέντρο του σημερινού δήμου, ο Τύμβος του Σοφοκλή στη Βαρυμπόμπη, η Ρωμαϊκή Αγροικία στην Αυλίζα, τμήματα του Αδριάνειου Υδραγωγείου στο Ολυμπιακό Χωριό, η Αγία Σωτήρα, ο Αγιος Ιωάννης ο Νηστευτής κ.ά. Στις ανασκαφικές μαρτυρίες έρχονται να προστεθούν και οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών, οι οποίες αναφέρονται συχνά στις Αχαρνές και στους δημότες του που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική και οικονομική ζωή του αθηναϊκού κράτους: Παυσανίας, Θουκυδίδης, Λουκιανός, Σενέκας, Πίνδαρος, Αριστοφάνης, Πλούταρχος, Λουκιανός, Διόδωρος Σικελός, Ξενοφών, Δημοσθένης, Ισοκράτης, Στέφανος Βυζάντιος, Ηρωδιανός κ.ά.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ

Η γεωγραφική – στρατηγική θέση των Αχαρνών στο βόρειο άκρο της αθηναϊκής πεδιάδος πάνω στις κεντρικές οδικές αρτηρίες προς το Θριάσιο Πεδίο, τα Μέγαρα και τη Βοιωτία ήταν εκείνη που την κατέστησε συχνά πεδίο μαχών από την αρχαιότητα έως τα νεότερα χρόνια. Εξαιτίας της θέσης τους οι Αχαρνές είχαν εξαιρετική σημασία για την πόλη-κράτος των Αθηνών και αποτέλεσαν έναν από τους κύριους προμαχώνες της. Τη στρατιωτική σπουδαιότητα της περιοχής αποδεικνύει και η πληθώρα των οχυρώσεων, φρουρίων, πύργων και τειχών που  απαντούν στους λόφους γύρω  από τις Αχαρνές  και θωράκιζαν τα σύνορα της Αττικής. Οι Αθηναίοι μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο οικοδομούν οχυρώσεις, φρούρια, πύργους και οχυρωματικούς περιβόλους που χρονολογούνται κυρίως τον 4ο αι. π.Χ. όπως το τείχος Δέμα που έκλεινε το πέρασμα προς το Θριάσιο πεδίο και τη Μεγαρίδα, το φρούριο Λειψύδριο

Φρούριο Λειψύδριο
«Το γνωστό φρούριο των Αλκμαιωνιδών βρίσκεται αρκετά κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου στην Πάρνηθα, όπου το τοποθετούσαν από την αρχή οι Leake και Ross. Από εδώ προέρχονταν οι περισσότερες αρχαιολογικές ενδείξεις. Είχαν συνδυάσει επίσης οι δυο μελετητές της αρχαίας τοπογραφίας, τις αρχαίες τοπογραφικές μαρτυρίες, που ανέφεραν ότι το «Λειψύδριο χωρίον περί Πάρνηθαν» (Αριστοτέλης, Αθην. Πολιτεία 19 κ.εξ.) και «ὑπἐρ Παιὀνης ἐστἰ» (Ηρόδοτος V. 6.2.). Ο δήμος των Παιονιδών πρέπει να τοποθετηθεί…..κοντά στο Μετόχι της Μονής Πετράκη, κοντά στον Αγιο Νικόλαο. Ο Milchhöfer δεν πίστευε ότι ο σπουδαίος δήμος, στον οποίο θα έπρεπε να ανήκει το Λειψύδριο, ήταν ο δήμος των Παιονιδών, επειδή είχε την πεποίθηση ότι οι Παιονίδαι ήταν ένας από τους μικρότερους δήμους της Πάρνηθας.
Το φρούριο εντοπίστηκε τελικά 80μ. ψηλότερα από το Μετόχι, στο ύψωμα Καρακοφωλέζα. Ο Milchhöfer επισκέφτηκε το φρούριο το 1887, με οδηγό τον Δημ. Παπανίκα από το Μενίδι, περνώντας μέσα από το φαράγγι του Μετοχιού, δηλ. το ρέμα του Αγ. Γεωργίου.
Οι τοίχοι του φρουρίου διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 3-4 δόμων και είναι κτισμένοι πρόχειρα με ακατέργαστες πέτρες. Είχε γίνει όμως καλή εκμετάλλευση του απότομου και απόκρημνου φυσικού χώρου. Το μήκος του είναι 126 πόδια, από τα ανατολικά προς τα δυτικά και το πλάτος του 65μ. Η θέα από εκεί δεν φτάνει μόνο σε όλη τη γύρω περιοχή, αλλά και μέχρι το τείχος Δέμα, και τον Σταυρό της Αγίας Παρασκευής, απ’ όπου περνά κανείς στα Μεσόγεια.
Ασφαλώς το Λειψύδριο, το φρούριο στο άνυδρο ύψωμα, απ’ όπου πήρε και το όνομά του, δεν ιδρύθηκε πρώτη φορά σαν ορμητήριο των επιθέσεων των Αλκμεωνιδών κατά των Πεισιστρατιδών, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος: «Ἀλκμεωνίδες…Λειψύδριον τειχίσαντες». Ο αρχικός του προορισμός θα ήταν να φυλάσσει και να ελέγχει την πλούσια ιδιοκτησία, που κατά την παράδοση ανήκε στους Αλκμεωνίδες και τους προγόνους τους, τους Παιονίδας».
Μ. Πλάτωνος-Γιώτα, Αχαρναί. Ιστορική και Τοπογραφική Επισκόπηση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας, Αχαρναί 2004, σελ. 364, 365.
στην περιοχή Μετόχι της Πάρνηθας, το φρούριο της Φυλής, τον πύργο του Λοιμικού.

Ο Πύργος του Λοιμικού
«Περίπου 8,5χλμ. Β-ΒΑ από το φρούριο της Φυλής, σε μια κορυφή, -το ύψωμα 814μ. στον γερμανικό χάρτη-, στους βόρειους πρόποδες της Πάρνηθας, βρίσκεται ο πύργος του Λοιμικού. Είχε κτιστεί για να φυλάσσει τη δίοδο που περνούσε από το Αρμα, προς την Σφενδάλη και τον Αυλώνα.
Ο πύργος, που σώζεται μέχρι σήμερα, είναι τετράγωνος, διαστάσεων 8Χ8μ. Το ύψος του είναι 3,5μ. και σώζεται σε έξι σειρές ισοδομικής τοιχοποιίας, με μερικούς τραπεζοειδείς λίθους τοποθετημένους στις ενώσεις. Οι περισσότερες πέτρες είναι λαξευμένες μπροστά, αλλά υπάρχουν και μερικές, που είναι μόνο ελαφρά λειασμένες.
Η είσοδός του είναι στην ανατολική πλευρά. Το εσωτερικό του χωρίζεται σε τρία τμήματα και το ένα είναι σήμερα γεμισμένο με πέτρες μέχρι την κορυφή.
Ο Vanderpool υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια φρυκτωρία (πύργος απ’ όπου στέλλονταν σήματα με φωτιές). Στη θέση αυτή δεν βρέθηκε καθόλου χαρακτηριστική κεραμική. Ωστόσο η τοιχοδομία μοιάζει με αυτή του φρουρίου της Φυλή και έτσι θεωρήθηκε ότι ήταν σύγχρονα. Χρονολογήθηκε στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ.
Η θέα από τον πύργο είναι εντυπωσιακή προς τα δυτικά, τα νοτιοδυτικά και προς τα βόρεια. Προς τα νότια, δηλαδή προς την Αττική, δεν έχει καλή θέα, εξαιτίας του όγκου της Πάρνηθας, που παρεμβάλλεται. Προς τα δυτικά και νοτιοδυτικά φαίνεται η κορυφή της Καβάσιλας, προς τα δυτικά το μεγαλύτερο μέρος των πεδιάδων της Τανάγρας και των Θηβών, αλλά όχι και η ίδια πόλη της Θήβας, που είναι κρυμμένη πίσω από μια κορυφογραμμή. Φαίνεται ακόμα μέρος του πορθμού του Ευρίπου και της Χαλκίδας. Προς τα βόρεια φαίνονται οι κορυφές Αρμένι και Λιόπεζα, καθώς και το υψίπεδο Σαλονίκη, προς τα ΒΑ.
Ο πύργος αυτός, όπως και άλλοι όμοιοί του, ήταν πιθανότατα παρατηρητήριο των Αθηναίων και φρυκτωρία. Σκοπός της ίδρυσής του πρέπει να ήταν η επιτήρηση του δρόμου, που ερχόταν από την πεδιάδα της Τανάγρας και οδηγούσε από τα ανατολικά προς την Αθήνα».
Μ. Πλάτωνος-Γιώτα, Αχαρναί. Ιστορική και Τοπογραφική Επισκόπηση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας, Αχαρναί 2004, σελ. 369,370.
Η σημασία των Αχαρνών δεν περιοριζόταν μόνο στη στρατηγική τους θέση αλλά και στην οικονομική τους ευμάρεια από την εκμετάλλευση της γεωργίας με αρδευτικά συστήματα, την αμπελουργία, την μελισσοκομία και το εμπόριο κάρβουνου που αποτελούσε και την κύρια πλουτοπαραγωγική τους πηγή. Δραστηριότητες που τους έδιναν πολλά έσοδα με τα οποία συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης –κράτους των Αθηνών στην οποία ανήκαν.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Πολλοί μελετητές ασχολήθηκαν με την προέλευση και την ερμηνεία του ονόματος «Αχαρναί». Οι απόψεις ποικίλλουν.

Σύμφωνα με ένα λογοπαίγνιο κωμικού ποιητή της αρχαιότητας η λέξη προέρχεται από το «αχάρνα» ή «αχαρνός» που σημαίνει λαβράκι – ροφός, επειδή η πεδιάδα των Αχαρνών έμοιαζε στο σχήμα  με μεγάλο ψάρι. Το όνομα, κατά μια άλλη άποψη, «Αχαρναί» προέρχεται από τον ομώνυμο μυθικό ήρωα, ιδρυτή της πόλης, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Αχαρνές όπως συνέβη και με πολλές άλλες αρχαίες πόλεις. Είναι επίσης πιθανό το όνομα να έχει προελληνική προέλευση  και να σχετίζεται ως αναγραμματισμός με τις Αρχάνες στο Ηράκλειο της Κρήτης (Πλάτωνος –Γιώτα).

Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία το θεματικό μόρφωμα του –αχ που υπάρχει στο τοπωνύμιο Αχαρναί ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα akw που σημαίνει νερό από την οποία προέρχεται και η λατινική λέξη aqua που σημαίνει επίσης νερό –ύδωρ. Ερμηνεία που στηρίζεται στον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής και στις πηγές της Πάρνηθας. Έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι Αχαρνείς πουλούσαν νερό στην πόλη της Αθήνας που ανέκαθεν είχε πρόβλημα λειψυδρίας (Βάθη – Στριφτού).

Το τοπωνύμιο «Μενίδι» μεταγενέστερη ονομασία του δήμου έχει προκαλέσει ακόμη περισσότερες συζητήσεις σχετικά με την ελληνική ή την αρβανίτικη καταγωγή του. Για εκείνους που υποστηρίζουν την ελληνικότητα του ονόματος προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μαινίς» ή από κάποιον βυζαντινό γαιοκτήμονα.

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη ο αρχαίος δήμος των Αχαρνών ήταν ο πολυανθρωπότερος δήμος της Αττικής και μετά τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη ανήκε στην Οινηίδα φυλή και στην τριττύ IV της Μεσογαίας. Οι Αχαρνές αντιπροσωπεύονταν στην αθηναϊκή βουλή με 22 βουλευτές – περισσότερους από όλους τους άλλους περιφερειακούς δήμους- και διέθεταν μεγάλο αριθμό οπλιτών και ιππέων που πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.

Οι Αχαρνείς κατατάσσονταν στους πιο πλούσιους Αθηναίους πολίτες και διέθεταν μεγάλο αριθμό ιππέων, το μεγαλύτερο από όλους τους άλλους δήμους. Οι Αχαρνές ήταν από τους λίγους αρχαίους δήμους με δικό τους θέατρο. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής καταγόταν από τη Δεκέλεια και λέγεται ότι τάφηκε στον επιβλητικό οικογενειακό ταφικό περίβολο που ανασκάφηκε στην περιοχή της Βαρυμπόμπης, γνωστός σαν «τύμβος του Σοφοκλή».

Από τους πλουσιότερους κατοίκους της Αττικής, χρωστούσαν την ευμάρειά τους στην καλλιέργεια της εύφορης πεδιάδας μεταξύ Αχαρνών και Αθηνών και στο εμπόριο του κάρβουνου (οι Αχαρνείς ήταν γνωστοί «ανθρακείς») που έκαναν, χάρη στη γειτονία τους με το βουνό της Πάρνηθας. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη οι Αχαρνείς μετέφεραν το κάρβουνο με κοφίνια στους αχαρνικούς όνους. Στις Αχαρνές ανήκαν οι αγροτικές εκτάσεις των νότιων υπωρειών της Πάρνηθας ως την περιοχή των Ανω Λιοσίων. Στην εύφορη αυτή πεδιάδα των Αχαρνών περνώντας ανενόχλητος από το στενό της Κρωπειάς όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω, εισέβαλλε επανειλημμένα τα πρώτα έξι χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 -425 π.Χ.) ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος με το στρατό του και, αφού στρατοπέδευε, λεηλατούσε την περιοχή και έκαιγε τα σπαρτά και τα αμπέλια «τα τε πρότερον τετμημένα, ει τι εβεβλαστήκει» για να εξαναγκάσει τους Αθηναίους να συνάψουν ειρήνη. Το πέρασμα αυτό οι κάτοικοι τον 19ο αιώνα ονόμαζαν Δέμα γιατί έδενε – έκλεινε τα δύο βουνά. Στην περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου αναφέρεται και η αντιπολεμική κωμωδία Αχαρνής του Αριστοφάνη που διδάχτηκε στα Λήναια το 426 π.Χ. Στο έργο αυτό ο κωμικός ποιητής δίνει πολλές πληροφορίες για τους κατοίκους και το χαρακτήρα τους, τις γιορτές και τις ασχολίες τους. Οι Αχαρνής στο έργο, αρνούνται την ειρήνη που ζητά ο Δικαιόπολις, καθώς ήθελαν να εκδικηθούν τους εισβολείς που κατέστρεφαν τις καλλιέργειες και τα υπάρχοντά τους.

Στις Αχαρνές είχαν κτήματα και πολλοί πλούσιοι Αθηναίοι μεταξύ των οποίων και ο Περικλής, που καταγόταν από τον αρχαίο Χολαργό, που τοποθετείται στην περιοχή του σημερινού Καματερού. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής καταγόταν από τη Δεκέλεια και θεωρείται ότι τάφηκε στον επιβλητικό οικογενειακό ταφικό περίβολο που ανασκάφηκε στη περιοχή της Βαρυμπόμπης. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη στην ευρύτερη περιοχή που είχε στρατοπεδεύσει ο Αρχίδαμος βρίσκονταν τα αγροκτήματα της οικογένειας του Περικλή «αγροί και οικίαι». Σύμφωνα με την μαρτυρία, όταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός άρχισε να καταστρέφει κατά το θέρος τα σπαρτά, δεν ήταν λίγοι αυτοί που πίστευαν ότι δεν θα έκαιγε τα κτήματα του Περικλή με τον οποίο είχε δεσμούς «ξενίας». Ο Περικλής όμως, προβλέποντας πως η εισβολή θα γίνει στην Αχαρνική πεδιάδα έσπευσε να βεβαιώσει τους συμπολίτες του πως αν οι Πελοποννήσιοι δεν κατέστρεφαν τα δικά του κτήματα θα τα χάριζε όλα στην πόλη  (Παπαχατζής).

Με βάση αυτήν την πληροφορία ο Διονύσιος Σουμερλής στα 1854 στην Ιστορία των Αθηνών αναφέρει ότι μετά την καταστροφή των Αχαρνών από τον στρατό του Αρχίδαμου κάποιος κωμικός ποιητής παριστάνοντας τον Περικλή αναφώνησε ειρωνικά :«ουκ εστί δη Αχάρνα αλλά μαινίδιον» δηλαδή οι Αχαρνές δεν είναι πια ροφός αλλά μαρίδα ερμηνεύοντας έτσι τη μεταγενέστερη ονομασία της περιοχής Μενίδι που ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται (Στριφτού- Βάθη).

ΠΑΡΑΘΕΜΑ
 
….Όταν είχε έρθει πια το καλοκαίρι για καλά και το στάρι είχε μεστώσει εισέβαλαν

(οι Λακεδαιμόνιοι) στην Αττική με αρχιστράτηγο τον Αρχίδαμο, το γιο του Ζευξίδαμου, βασιλιά της Σπάρτης. Κι αφού στρατοπέδεψαν άρχισαν να ρημάζουνε συστηματικά πρώτα την Ελευσίνα και το Θριάσιο κάμπο…κι ύστερα….. έφτασαν στις Αχαρνές, το μεγαλύτερο από τους τόπους που λέγονται δήμοι στην Αττική, κι αφού σταμάτησαν εκεί έστησαν στρατόπεδο κι έμειναν στην ίδια θέση πολύν καιρό ρημάζοντας τα γύρω χτήματα.

……Και λένε πως σ’ εκείνη την πρώτη εισβολή έμεινε ο Αρχίδαμος  στις Αχαρνές έχοντας παρατάξει το στρατό του σα για μάχη, και δεν κατέβηκε στον κάμπο της Αθήνας από την ακόλουθη ιδέα: περίμενε δηλαδή πως οι Αθηναίοι έχοντας τόσους  νέους πάνω στη βράση τους, κι όντας προετοιμασμένοι για πόλεμο, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, θα ‘βγαιναν να δώσουνε μάχη και δεν θα αψηφούσαν την τόση καταστροφή των χτημάτων τους. Αφού λοιπόν δε βγήκαν να μετρηθούνε μαζί του, ούτε στην Ελευσίνα ούτε στο Θριάσιο κάμπο, έκανε ακόμη μια δοκιμή στρατοπεδευμένος γύρω στις Αχαρνές να τον χτυπήσουνε εκεί, γιατί και το μέρος του φαινόταν κατάλληλο να εγκαταστήσει στρατόπεδο, και οι Αχαρνείς, που αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού της πολιτείας (τρεις χιλιάδες βαριά αρματωμένους στρατιώτες έδιναν οι Αχαρνές) δε θα άφηναν τα κτήματά τους να καταστραφούν, αλλά θα παράσερναν και τους άλλους σε μάχη…..

….Κι οι Αχαρνείς, που θεωρούσαν πως δεν αποτελούσαν μικρό μέρος της δύναμης της Αθήνας, επειδή ρημάζονταν τα δικά τους τα χτήματα παρορμούσαν με περισσότερη επιμονή για την έξοδο, κ’ η πολιτεία ήταν σε αναταραχή  κ’ έξαψη απ’ όλες τις απόψεις, και ήταν έξω φρενών με τον Περικλή, και δεν αναθυμούνταν πια διόλου τις προτήτερες ορμήνιες του, παρά τον κατηγορούσαν, που ενώ ήταν στρατηγός δεν τους οδηγούσε ενάντια στον εχτρό. Πίστευαν μάλιστα πως αυτός φταίει για όλα τους τα βάσανα…………….

….Κι οι ναοί (στη διάρκεια του λοιμού) όπου είχαν κατασκηνώσει ήταν γεμάτοι νεκρούς που είχαν ξεψυχήσει εκεί μέσα γιατί όταν παράγινε το κακό, μην ξέροντας πια τι θ’ απογίνουν, οι άνθρωποι το γύρισαν στην αψηφιά για τα θεία και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις. Κι όλες οι κανονικές τελετές, που συνηθίζονταν, άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω-κάτω, και τους έθαβαν όπως μπορούσε ο καθένας. Και πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα χρειαζούμενα, αφού τους είχαν κιόλας πεθάνει τόσοι συγγενείς • άλλοι προλάβαιναν ξένους που σώριαζαν ξύλα για να κάψουν το νεκρό τους, κ’ έβαζαν απάνω το δικό τους, κ΄ άναβαν τη φωτιά από κάτω, άλλοι, ενώ καιγόταν κι’ όλας ξένος νεκρός έριχναν από πάνω το δικό τους και το ‘βαζαν στα πόδια………..

Θουκυδίδης, Βιβλίο Β, 19-21 και 52, μετάφραση Έλλης Λαμπρίδη, Αθήνα 1962

Οι Αχαρνείς ανδρείοι και δημοκρατικοί συμμετείχαν στη δεύτερη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, τον Δεκελεικό (413 -404 π.Χ.) όταν ο γειτονικός και συμμαχικός δήμος της Δεκέλειας είχε καταληφθεί από τα Σπαρτιατικά στρατεύματα. Το 403 π.Χ. ο Θρασύβουλος. με ορμητήριο τη Φυλή και 700 στρατιώτες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Αχαρνείς νίκησε το στρατό των Τριάκοντα Τυράννων και αποκατέστησε τη δημοκρατία.

Οι παλαιότερες αρχαίες ενδείξεις στην περιοχή όπου αναπτύχθηκε ο αρχαίος δήμος των Αχαρνών ανάγονται στους νεολιθικούς χρόνους. Τη σπουδαιότητα που είχε η περιοχή των Αχαρνών ήδη από την Εποχή του Χαλκού μας δείχνει πρώτος από όλα τα μνημεία ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος που ανασκάφηκε στη θέση Λυκότρυπα στον Κόκκινο Μύλο Αχαρνών στα τέλη του 19ου αι. από την Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή.  Η εύρεσή του μας υποδεικνύει την ύπαρξη μυκηναϊκού κέντρου (1.600 -1050 π.Χ.) στην περιοχή με ισχυρό τοπικό άρχοντα. Ο Lolling, ανασκαφέας του τάφου, συσχετίζει τον μυκηναϊκό οικισμό με τα λείψανα οχύρωσης στην περιοχή του Γεροβουνού όπως αποτυπώνονται στο χάρτη του Kaupert  (Curtius – Kaupert, Karten vn Attica, φύλλο VI) ορατά έως το 1960. Ενδείξεις ωστόσο μυκηναϊκής κατοίκησης έχουν βρεθεί και στην περιοχή ενός τεχνητού λόφου που περιείχε τρεις μαρμάρινες σαρκοφάγους στην περιοχή της Αγίας Σωτήρας– Αγίου Νικολάου, στο παλιό τελωνείο Αχαρνών και στην περιοχή της Χαραυγής.

Στα χρόνια που ακολουθούν οι Αχαρνές παρουσιάζουν άφθονα τεκμήρια κατοίκησης. Από τα γεωμετρικά χρόνια (11ος-8ος αι. π.Χ.) υπάρχουν άφθονες αρχαιολογικές μαρτυρίες στην περιοχή των Αχαρνών, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τάφους διασκορπισμένους σε πολλές θέσεις του αρχαίου δήμου. Νεκροταφεία γεωμετρικών χρόνων έχουν εντοπιστεί στην περιοχή του Κόκκινου Μύλου καθώς και στην οδό Σαλαμίνος κοντά στο αρχαίο θέατρο.

Στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους (5ος-2ος αι. π.Χ.) χρονολογείται το μεγαλύτερο πλήθος των ευρημάτων από την περιοχή των Αχαρνών. Πρόκειται για ευρήματα που προέρχονται πάλι στην πλειονότητά τους από νεκροταφεία που ανασκάφηκαν σ’ όλη την έκταση των σημερινών Αχαρνών, ιδιαίτερα στο κεντρικό τμήμα τους. Επιπλέον στους κλασικούς χρόνους χρονολογούνται και δύο κατοικίες που βρέθηκαν στην περιοχή Μονομάτι και ένα μικρό αγροτικό ιερό, πιθανώς της Δήμητρας και της Κόρης, που αποκαλύφθηκε στην ίδια περιοχή κατά τις ανασκαφές της Αττικής Οδού. Τμήματα αγωγών που ανήκαν στον «Αχαρνικό Οχετό», ένα σπουδαίο υδραυλικό έργο του 4ου αι. π.Χ. που υδροδοτούσε τις Αχαρνές και τους γύρω δήμους, έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία των Αχαρνών. Και από τους δρόμους της εποχής αυτής σώθηκαν αρκετά κατάλοιπα, όπως στην περιοχή Χαραυγή (οδός Ιππίου) που ανασκάφηκε τμήμα της αρχαίας οδού που οδηγούσε από τις Αχαρνές στην Αθήνα και στους βόρειους γειτονικούς των Αχαρνών δήμους. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί και ερευνηθεί αρκετά τμήματα του οδικού δικτύου των Αχαρνών.

Οι αρχαίες Αχαρνές υπήρξαν κατά την αρχαιότητα το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκαν οι μικρότεροι δήμοι της βόρειας Αττικής. Η κατανομή των αρχαίων δήμων γύρω από τις Αχαρνές ήταν πυκνή. Κάθε δήμος λειτουργούσε αυτόνομα, είχε το δικό του όνομα, τη δική του οργάνωση και εκπροσώπηση στη βουλή της Αθήνας ανάλογα με τον πληθυσμό του. Είχε επίσης τους δικούς του οικονομικούς πόρους και ιδιαίτερη κοινωνική και θρησκευτική ζωή.

Στα δυτικά των Αχαρνών τοποθετείται η θέση τριών δήμων που αποτελούσαν τρικωμία, των Πηλήκων, των Κρωπιδών και των Ευπυριδών. Στο στενό της Κρωπειάς κτίστηκε κατά τον 4ο αι. π.Χ. το τείχος Δέμα μήκους 4,5 χλμ., προορισμένο να φυλάσσει την πύλη εισόδου στην Αττική από την πλευρά του Θριάσιου πεδίου. Οι Ευπυρίδαι τοποθετούνται στα σημερινά Ανω Λιόσια. Στο Καματερό, όπου ήρθε στο φως ιερό, πιθανότατα το γνωστό από τις πηγές κέντρο λατρείας του Ηρακλή, εντοπίζεται ο αρχαίος Χολαργός, που είχε κτήματα ο Αθηναίος πολιτικός Περικλής. Το κέντρο του αρχαίου Δήμου όπου θα ήταν οι ναοί της Θεάς Αθηνάς Ιππίας του Θεού Αρη και το Θέατρο του Δήμου φαίνεται πως ήταν και τότε στην ίδια περιοχή που βρίσκεται και το σημερινό κέντρο του Δήμου, όπως μας δείχνει η πρόσφατη ανακάλυψη τμήματος του Αρχαίου θεάτρου των Αχαρνών. Προς τα ανατολικά οι Αχαρνές γειτόνευαν με την ύπερθεν (άνω) (Μονομάτι) και καθύπερθεν (κάτω) Περγασή (Κάτω Κηφισιά). Οι Αχαρνές γειτόνευαν προς βόρεια και δυτικά με το φρούριο Λειψύδριο και τους αρχαίους δήμους: Κηττού, Κεραμέων, Αιθαλιδών, Δεκέλειας, Χολλιδών, Όης, Χασιάς, Παιονιδών και Φυλής. Ο δήμος του Αρματος ήταν κέντρο λατρείας του Δία, που είχε τα προσωνύμια Παρνήθιος, Σημαλέος και Όμβριος. Στο σπήλαιο του Πάνα, κοντά στη Μονή Κλειστών, λατρευόταν ο θεός Πάνας, ο Ερμής και οι Νύμφες. Ο δήμος Συπαληττού τοποθετείται στα νοτιοατολικά των Αχαρνών, στην περιοχή της σημερινής Μεταμόρφωσης. Στον αρχαίο δήμο δηλαδή ανήκαν οι περισσότεροι αγροτικοί οικισμοί των νότιων υπωρειών της Πάρνηθας από τα δυτικά της Δεκέλειας ως την περιοχή των Ανω Λιοσίων (Παπαχατζής).

Σχετικά με την ιστορία και τον καθημερινό βίο των δήμων της Αττικής δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες από τους ιστοριογράφους της αρχαιότητας. Η αρχαιολογική έρευνα, τα κείμενα των επιγραφών συμβάλλουν ωστόσο στην προσέγγιση της καθημερινής ζωής, του λατρευτικού βίου και της διοικητικής τους οργάνωσης. Η προσωπογραφία με τα ονόματα, τα πατρώνυμα, τους τίτλους βοηθούν στην πληρέστερη κατανόηση των δήμων της Αττικής όπως του αρχαίου Δήμου Αχαρνών που υπήρξε ο μεγαλύτερος περιφερειακός δήμος της πόλης-κράτους των Αθηνών. Τα επιγραφικά κείμενα, κυρίως επιτύμβιων μνημείων μας παρέχουν πληροφορίες για τη ζωή των πολιτών, τους τίτλους, τα γενεαλογικά δέντρα, ενώ τα ψηφίσματα, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών καθώς μας καθιστούν γνώστες των θεσμών, της λειτουργίας του δήμου, της διοικητικής οργάνωσης και των αρχιτεκτονικών οικοδομημάτων όπως το θέατρο και οι ναοί που κοσμούσαν την πόλη.

Τα ελάχιστα οικιστικά κατάλοιπα της κλασικής εποχής, περίοδο ακμής του δήμου, που έχουν βρεθεί στις Αχαρνές μπορούν να ερμηνευτούν πιθανότατα με την κατανομή των οικιστικών πυρήνων, στους οποίους ήταν οργανωμένος ο δήμος, στην πολύ μεγάλη έκταση που αυτός καταλάμβανε και στην καταστροφή των μικρών συνήθως οικιών της κλασικής εποχής από τις μεγαλύτερες ρωμαϊκές οικιστικές εγκαταστάσεις, καθώς πολλές φορές κάτω από τους ρωμαϊκούς τοίχους βρίσκουμε παλιότερους κλασικής εποχής.

Το κέντρο του αρχαίου δήμου, όπου θα ήταν η Αγορά, οι ναοί της Αθηνάς Ιππίας, του θεού Αρη , το θέατρο του δήμου, που μαρτυρείται επιγραφικά και άλλα δημόσια κτίρια δεν έχει μέχρι σήμερα εντοπιστεί. Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί από Έλληνες και ξένους. Σοβαρές επιγραφικές και αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στην περιοχή των λόφων των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων και του Προφήτη Ηλία καθώς και στην περιοχή της Αυλίζας στα ΝΑ τους. Κατάλοιπα ωστόσο πολυτελών σπιτιών ή δημόσιων κτιρίων βρέθηκαν και στην κεντρική πλατεία του δήμου, μπροστά στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο (περίτεχνα αρχιτεκτονικά μέλη και τμήμα από το κάτω μέρος κορμού αγάλματος γυναικείας μορφής κλασικών χρόνων). Η αποκάλυψη τμήματος του αρχαίου θεάτρου το 2007 στην οδό Σαλαμίνος, νυν Αρχαίου Θεάτρου ενισχύει σημαντικά τη θέση του αρχαίου δήμου σε μια ακτίνα που ορίζεται από την πλατεία του Αγίου Βλασίου μέχρι τους λόφους των Αγίων Σαράντα και του Προφήτη Ηλία που προαναφέρθηκαν.

Αντίθετα με την σπανιότητα των οικιστικών στοιχείων από την κλασική περίοδο, από την ρωμαϊκή και υστερορωμαϊκή εποχή σώζονται αρκετά κατάλοιπα: τάφοι, κατοικίες, αγροτικές και εργαστηριακές εγκαταστάσεις, λουτρά, αγωγοί, κ.λ.π., που απαντούν διάσπαρτα σ’ όλη την έκταση του σημερινού δήμου, περισσότερο όμως στην περιφέρειά του, ενώ στο κέντρο υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση κλασικών νεκροταφείων.

Στην περιοχή των Αχαρνών και στους γειτονικούς δήμους έχουν βρεθεί αρκετές μεγάλες ρωμαϊκές επαύλεις και σε κάποιες από αυτές και συγκροτήματα λουτρών. Οι ρωμαϊκές, αντίθετα με τις μικρές κατοικίες της κλασικής περιόδου, ήταν μεγάλες μονώροφες ή διώροφες με πολλά δωμάτια διαμονής, αργαλειού, εργαστηριακούς και αποθηκευτικούς χώρους κεραμικούς κλιβάνους, στάβλους και μία ή δύο αυλές. Οι μεγάλες αυτές ρωμαϊκές εγκαταστάσεις αγροτικού χαρακτήρα, ήταν αυτοδύναμες και αποτελούσαν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο συγκεντρωνόταν η μεγάλη ιδιοκτησία. Οι πιο πολυτελείς από αυτές, έχουν χώρους λουτρών με υπόκαυστα. Οι ρωμαϊκές κατοικίες των Αχαρνών είναι γενικά απλές και μικρές, με μία μόνο αυλή. Οι αγροικίες αυτές έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής και σε πολλές είχαν γίνει κατά καιρούς επεκτάσεις και μετασκευές.

Η κατοίκηση του χώρου κατά τα υστερορρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια συμπληρώνεται από τις μεγάλες αγροικίες που βρέθηκαν στην περιοχή Αυλίζα –Γεροβουνό, στην οδό Δημοκρατίας, και πιο κάτω στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, στην οδό Καραμανλή, στο Μονομάτι Αχαρνών κ.ά.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ – ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Η κατοίκηση των Αχαρνών συνεχίστηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν. Την αδιάσπαστη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή έως τους νεότερους χρόνους επιβεβαιώνουν πολλοί ναοί των Αχαρνών και της Πάρνηθας που ανάγουν την χρονολόγησή τους στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους. Στις Αχαρνές σώζεται ένας μεγάλος αριθμός βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών. Οι περισσότερες καταγράφηκαν πρώτη φορά το 1933 από τον καθηγητή και ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο, όταν συνέταξε το Ευρετήριο Μεσαιωνικών μνημείων της Ελλάδος. Ωστόσο η Βυζαντινή περίοδος στις Αχαρνές, δεν έχει μελετηθεί ικανοποιητικά. Επαρκείς πληροφορίες υπάρχουν μόνο για την υστεροβυζαντινή περίοδο μετά τον 13ο αιώνα.

Στη συμβολή των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Δεκελείας ανασκάφηκε κατά τους πρόσφατους χρόνους παλαιοχριστιανικός ναός. Είναι σημαντικό και ιστορικά ενδιαφέρον ότι από τις ρωγμές και καταρρεύσεις που προκάλεσε ο σεισμός του 1999 στις Αχαρνές αποκαλύφθηκαν δομικά στοιχεία και επάλληλα στρώματα τοιχογραφιών που παραπέμπουν ασφαλώς τα περισσότερα στη βυζαντινή ή μεταβυζαντινή εποχή. Τέλος ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι πως σε παλαιές εκκλησίες των Αχαρνών (Αγία Τριάδα Πάρνηθας, Αγία Σωτήρα, Αγιοι Σαράντα, Αγιος Ιωάννης) είναι ορατά και σήμερα μεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέλη από αρχαία κτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΜΕΝΙΔΙ

Στις βυζαντινές πηγές  αναφέρεται  για πρώτη φορά το Μενίδι σε χρυσόβουλο του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ σχετικό με κατάλογο κτημάτων στην περιοχή, τα οποία μεταβιβάστηκαν από την Ορθόδοξη στην Λατινική Αρχιεπισκοπή το 1209 μετά την κατάληψη της βυζαντινής επικράτειας από τους Λατίνους. Στο χρυσόβουλο αναφέρεται το Μενίδι και ο Αγιος Νικόλαος Μενίδιου. Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη, είναι πιθανόν οι Αχαρνές να μετονομάσθηκαν κατά τη βυζαντινή περίοδο σε Μενίδι από βυζαντινό αξιωματούχο όπως συνέβη και σε άλλες περιοχές της Αττικής – Καματερό, Καπανδρίτη, Σκαραμαγκάς, Χαλκούτσι κ.ά. Το όνομα απαντά στη συνέχεια σε έγγραφα του οθωμανικού κράτους το 16ο αι. Το 18ο αι. το Μενίδι υποφέρει από τον Τούρκο διοικητή Χασάν Αλί Χασεκή και το 1790 αναφέρεται ως η πιο αραιοκατοικημένη περιοχή της Αττικής.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1453-1821)

Αναφορά του ονόματος Μενίδι γίνεται επίσης τον 16ο αιώνα στους φορολογικούς καταλόγους (defters), όπου αναφέρεται αύξηση κατοικιών στο Μενίδι, στη Χασιά και στην Κηφισιά. Εκείνη την περίοδο   οι Αχαρνές ήταν το κυριότερο οικιστικό και οικονομικό κέντρο μετά την πόλη της Αθήνας με εκτεταμένη αγροτική έκταση. Τα έσοδα προέρχονταν από τις καλλιέργειες, την υλοτομία, τη κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Η ενασχόληση με το εμπόριο απέφερε σημαντικά κέρδη, κυρίως μετά το 1700 όπως αποδεικνύεται από τα προικοσύμφωνα, τις αγορές των κτημάτων και από τα νυφικά κοσμήματα των γυναικών.

Στην τεράστια έκταση της καλλιεργήσιμης γης από την Πάρνηθα μέχρι το κέντρο του λεκανοπεδίου της Αττικής που ανήκε στην ιδιοκτησία Τούρκων και Μοναστηριών, δούλευαν Μενιδιάτες. Σε αυτή την έκταση συμπεριλαμβάνονταν και οι μικρότεροι οικισμοί, Τατόι, Βαρυμπόμπη, Μονομάτι, Δερβισαγού (Κόκκινος Μύλος),  που ανήκαν σε Τούρκους μεγαλοκτηματίες. Τα κτήματα αυτά αγόρασαν από τους Τούρκους οι Μενιδιάτες πριν το 1821. Ο κεντρικός οικισμός Μενίδι στα χρόνια εκείνα καταλάμβανε μια περιορισμένη έκταση που συμπίπτει με το κέντρο του αρχαίου αλλά και του σημερινού δήμου. Ο οικισμός είχε στενά δρομάκια χωμάτινα ή πλακόστρωτα. Τα σπίτια ήταν κεραμοσκεπή, χτισμένα με πλίνθους και πέτρες και αυλές με ψηλό μαντρότοιχο. Το μέγεθός τους ήταν σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη και τις ανάγκες του. Υπήρχαν και διώροφα σπίτια που τα ονόμαζαν πύργους ή πυργάκια.

Το θρησκευτικό αίσθημα των Μενιδιατών ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένο όπως δηλώνει ο μεγάλος αριθμός των μικρών μεταβυζαντινών ναών. Εκκλησίες του 19ου υπάρχουν επίσης αρκετές στις Αχαρνές, στην Πάρνηθα και στους γύρω δήμους που επιβεβαιώνουν τη συνεχή κατοίκηση.

Στις παραμονές τις παραμονές της επανάστασης του 1821 οι Αθηναίοι κλεισμένοι στο τείχος του Χασεκή, στηρίχτηκαν στους Μενιδιάτες, Χασιώτες και τους υπόλοιπους κατοίκους της Αττικής για την απελευθέρωσή τους (Καμπούρογλου). Ως ορμητήριο των επαναστατών οι Αχαρνές επιλέχθηκαν κυρίως για τη στρατηγική τους θέση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Αττικής, την κοντινή τους απόσταση από την Αθήνα, την πληθυσμιακή και οικονομική τους δύναμη και την κατοχή των όπλων καθώς ως φύλακες των περασμάτων οπλοφορούσαν. Την αίσθηση της ασφάλειας ενίσχυσε ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας και η γειτνίαση με τη Χασιά. Οι Έλληνες επαναστάτες έδιωξαν τους Τούρκους τον Μάιο του 1829. Στις πολεμικές επιχειρήσεις της Αττικής ξεχώρισαν ως ηγετικές μορφές οι Μενιδιάτες Κιουρκατιώτης και οι αδελφοί Λέκκα.

ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Προεπαναστατικά ο πληθυσμός του Μενιδίου και των γύρω οικισμών υπολογίζεται σε 1.300 περίπου κατοίκους. Σύμφωνα με Βασιλικό Διάταγμα το 1835, συστάθηκε ο Δήμος Αχαρνών, που μαζί με τους Δήμους: Αθήνας, Πειραιώς, Αμαρουσίου, Μαραθώνος, Περαίας, Μυρρινούντος, Αραφήνος, και Λαυρίου, αποτελούσαν την Επαρχία Αττικής. Η αρχική έκταση του δήμου Αχαρνών περιελάμβανε : Μενίδι, Βαρυμπόμπη, Λιόπεσι, Τατόι ή Δεκέλεια, Μονομάτι, Κουκουβάουνες, Χασιά, Καλύβια Χασιάς, Καματερό και Λιόσια. Η έκταση του Δήμου Αχαρνών μέσα σε 170 χρόνια από τον σχηματισμό των Δήμων της Αττικής περιορίστηκε κατά το ήμισυ από τον ιστορικό χώρο και αυξήθηκε σε πληθυσμό κατά 60 φορές. Η πληθυσμιακή του σύνθεση επιβεβαιώνεται  και με την ύπαρξη αρκετών συλλόγων μέσα στα όρια του Δήμου.

Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΔΗΜΟΣ

Ο Δήμος Αχαρνών ο οποίος χαρακτηρίστηκε ολυμπιακός  δήμος, μεταξύ άλλων το 2004, αποτελεί σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους δήμους της Αττικής με έκταση πάνω από 150.000 στρέμματα.

Η διoικητική του περιφέρεια oριoθετείται πρoς Βoρά από τo Δήμo Αυλώvoς και τηv Κoιvότητα Μαλακάσας, πρoς Αvατoλάς από τις Κoιvότητες Αφιδvώv (Κιoύρκωv), Αγίoυ Στεφάvoυ, Κρυovερίoυ, Εκάλης και τoυς Δήμoυς Νέας Ερυθραίας, Κηφισιάς και Μεταμόρφωσης, πρoς Νότo από τoυς Δήμoυς Αγίωv Αvαργύρωv και Καματερoύ και Δυτικά από τoυς Δήμoυς Ζεφυρίoυ, Αvω Λιoσίωv και Φυλής.

Στα διοικητικά όρια του δήμου περιλαμβάνονται : ο Κόκκινος Μύλος, η Βαρυμπόμπη, οι Θρακομακεδόνες, το Αεροδρόμιο Τατοϊου (Δεκέλεια), μικρό μέρος του πρώην Βασιλικού Κτήματος, το Ολυμπιακό Χωριό και μεγάλο μέρος του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας , το Μον Παρνές και δύο ορειβατικά καταφύγια.

   
Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη της Πατροκλέας με σκηνή αποχαιρετισμού. Βρέθηκε στις Αχαρνές. 4ος αι. π.Χ. Μουσείο Πειραιά.    


'Αγαλμα θρηνωδού από μεγάλο επιτάφιο μνημείο στις Αχαρνές. Βερολίνο, Αρχαιολογικό Μουσείο Περγάμου.
    

Μετόπη από ψηφισματικό ανάγλυφο με την Αθηνά και τον 'Αρη. 4ος αιώνας π.Χ.    
 

Σύνταξη : Έλενα Κασσωτάκη

Βιβλιογραφία

Αριστοφάνης Αχαρνής 1975, Απαντα Ελλήνων Συγγραφέων, Πάπυρος Αθήνα

Γιώτας, Δ. 1990, Οι Μενιδιάτες κατά τον 18ο αιώνα και την Επανάσταση του ΄21, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών, Αχαρνές

Δήμος Αχαρνών 2009, Οδηγός Επιλογών για το Δημότη, Κ.Ε.Δ.Α. , Αχαρνές, 8-9

Ηλιάκη, Α. 1998, «Αρχαιολογικές έρευνες στον Δήμο Αχαρνών», Πρακτικά Α΄Συμποσίου Ιστορίας και Λαογραφίας Βορείου Αττικής , ΙΛΕΑ, 269-274

Κασσωτάκη, Ε. 2011, Τοπικός Πολιτισμός και Μουσειακή Εκπαίδευση. Η περίπτωση του  Δήμου Αχαρνών, Διπλωματική Εργασία. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας & Οικολογίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Εκπαίδευση & Πολιτσμός.

Νέζης, Ν. – Γιώτα, Δ. 2006, Πάρνηθα, Γεωγραφία –Φυσικό περιβάλλον – Αθληση- Τοπωνύμια – Βιβλιογραφία – Πολιτισμός – Πολιτισμός – Ιστορία –Μνημεία, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής – Ανάβαση, Αθήνα.

Πλάτωνος-Γιώτα, Μ. 2004, ΑΧΑΡΝΑΙ. Ιστορική και Τοπογραφική Επισκόπηση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας, Δήμος Αχαρνών, Αχαρνές

Πλάτωνος-Γιώτα, Μ.2005, Ανασκαφές, Ευρήματα, Νέα Μουσεία, Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών στο Αττική 2004, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής, Αθήνα.

Πλάτωνος, Μ, 2005, Αρχαίοι Δήμοι και Οχυρά. Η Καθημερινή. Επτά Ημέρες Αφιέρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα.

Στριφτού –Βάθη, Στ. 2009, ΑΧΑΡΝΑΙ Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής, Αχαρναί, τ. Α, Β.

Φόρμα αναζήτησης

ΧΡΗΣΙΜΑ
ΨΗΦΙΑΚΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΑΠΕΥΘΥΝΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΔΗΜΑΡΧΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΗΠΑΙΩΝ - ΟΓΚΩΔΩΝ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΟΔΗΓΟΣ ΠΟΛΗΣ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ